σαρξιφαγές

σαρξιφαγές
σαρξι-φᾰγές and [suff] σαρξι-φάγον, τό, in Paul.Aeg. (3.45, 7.3) and other Medic. writers, prob. merely corruptions of the Lat.
A saxifragus, saxifrage: Gal. writes correctly [full] σαξίφραγος or [suff] σάρξι-ον, exc. in 14.228.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαρξιφαγές — και σαρξίφαγον, τὸ, ΜΑ βλ. σαξίφραγο …   Dictionary of Greek

  • σαξίφραγο — το / σαξίφραγον, ΝΜΑ, και πιθ. εσφ. τ. σαρξιφάγον και σαρξιφαγές ΜΑ, και σαξίφραγος, ὁ, ἡ, Α νεοελλ. βοτ. η σαξιφράγα μσν. αρχ. το φυτό κέστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σαξιφράγα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”